Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το έργο

  • 1 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 2 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 3 творчество

    творчество с η δημιουργία, το έργο, η τέχνη; народное \творчество η λαϊκή τέχνη; \творчество Пушкина το έργο του Πούσκιν
    * * *
    с
    η δημιουργία, το έργο, η τέχνη

    наро́дное тво́рчество — η λαϊκή τέχνη

    тво́рчество Пу́шкина — το έργο του Πούσκιν

    Русско-греческий словарь > творчество

  • 4 сооружение

    1. (процесс) η κατασκευή, η ανέγερση 2. (строение, постройка) το οικοδόμημα 3. (объект) η εγκατάστασ/η, το έργο
    оградительное - гидр. о κυματοθραύστης
    складские - я οι αποθήκες, фортификационное - το οχυρωματικό έργο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сооружение

  • 5 произведение

    произведение
    с
    1. τό ἔργο[ν] / τό σύγγραμμα (научное):
    \произведение искусства τό ἔργο τέχνης· литерату́рное \произведение τό λογοτεχνικό ἔργο·
    2. мат τό γινόμενο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > произведение

  • 6 задание

    ουδ.
    καθήκο, έργο υποχρεωτικό•

    производственное задание παραγωγικό καθήκο•

    выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•

    плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.

    || εργασία, δουλειά•

    домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.

    || παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•

    боевое задание αποστολή μάχης•

    особое задание ειδική αποστολή•

    сменное задание δουλειά για μια βάρδια•

    не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..

    Большой русско-греческий словарь > задание

  • 7 произведение

    ουδ.
    1. φτιάξιμο, εκτέλεση, εκπλήρωση• διεξαγωγή, δημιουργία.
    2. έργο•δημιούργημα•

    произведение искусства έργο τέχνης•

    литературное произведение λογοτεχνικό έργο•

    образцовое произведение αριστούργημα•

    избранные -я εκλεκτά έργα.

    3. (μαθ.) το γινόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > произведение

  • 8 кинофильм

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кинофильм

  • 9 детектив

    детектив м (о романе, филь ме и т. п.) το αστυνομικό έργο
    * * *
    м
    (о романе, фильме и т. п.) το αστυνομικό έργο

    Русско-греческий словарь > детектив

  • 10 детективный

    детективный: \детективный роман το αστυνομικό μυθιστόρημα \детективный фильм το αστυνομικό κινη ματογραφικό έργο
    * * *

    детекти́вный рома́н — το αστυνομικό μυθιστόρημα

    детекти́вный фильм — το αστυνομικό κινηματογραφικό έργο

    Русско-греческий словарь > детективный

  • 11 играть

    играть в разн. знач. παίζω \играть в футбол παίζω ποδόσφαι ρο \играть на скрипке παίζω βιολί \играть в спектакле παίζω στο (θεατρικό) έργο
    * * *
    в разн. знач.

    игра́ть в футбо́л — παίζω ποδόσφαιρο

    игра́ть на скри́пке — παίζω βιολί

    игра́ть в спекта́кле — παίζω στο (θεατρικό) έργο

    Русско-греческий словарь > играть

  • 12 произведение

    произведение с το έργο, το δημιούργημα· избранные \произведениея τα διαλεχτά έργα
    * * *
    с
    το έργο, το δημιούργημα

    и́збранные произведе́ния — τα διαλεχτά έργα

    Русско-греческий словарь > произведение

  • 13 пьеса

    пьеса ж 1) το θεατρικό έργο 2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο
    * * *
    ж
    1) το θεατρικό έργο
    2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο

    Русско-греческий словарь > пьеса

  • 14 работа

    работа ж 1) η δουλειά, η εργασία 2) (произведение) το έργο, η εργασία
    * * *
    ж
    1) η δουλειά, η εργασία
    2) ( произведение) το έργο, η εργασία

    Русско-греческий словарь > работа

  • 15 симфония

    симфония ж η συμφωνία (μουσικό έργο)
    * * *
    ж
    η συμφωνία (μουσικό έργο)

    Русско-греческий словарь > симфония

  • 16 сочинение

    сочинение с 1) (произведение) το έργο, το σύγγραμμα 2) (школьное) η έκθεση
    * * *
    с
    1) ( произведение) το έργο, το σύγγραμμα
    2) ( школьное) η έκθεση

    Русско-греческий словарь > сочинение

  • 17 труд

    труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα
    * * *
    м
    1) ( работа) η εργασία, η δουλειά

    физи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία

    2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος

    без труда́ — χωρίς δυσκολία

    с трудо́м — με δυσκολία

    3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα

    Русско-греческий словарь > труд

  • 18 художественный

    художественный καλλιτεχνικός· \художественныйое произведение το καλλιτεχνικό έργο
    * * *

    худо́жественное произведе́ние — το καλλιτεχνικό έργο

    Русско-греческий словарь > художественный

  • 19 вещь

    вещ||ь
    ж
    1. (предмет) τό πρᾶ[γ]μα, τό ἀντικείμενο[ν]·
    2. \вещьи мн. (имущество) τά πρά[γ]ματα/ οἱ ἀποσκευές (багаж)/ τά ρούχα (одежда):
    носильные \вещьи τά ἐνδύματα, τά φορέματα, τά ρούχα, ὁ ἱματισμός· теплые \вещьи τά ζεστά ρούχα·
    3. (пьеса, книга и т. п.) разг τό Εργο:
    хорошая \вещь (τό) καλό ἔργο· ◊ \вещь в себе филос. τό πράγμα καθ' ἐαυτό· удивительная \вещь! καταπληκτικό πράγμα!

    Русско-новогреческий словарь > вещь

  • 20 художественный

    художественн||ый
    прил в разн. знач. κοιλλιτεχνικός:
    \художественныйое произведение τό καλ-λιτεχνικό ἔργο, τό ἐργο τέχνης· \художественныйая ли-терату́ра ἡ λογοτεχνία· \художественныйое исполнение ἡ καλλιτεχνική ἐκτέλεση· \художественныйая самодеятельность ὁ καλλιτεχνικός ὅμιλος ἐρασιτεχνών \художественныйая гимнастика ἡ καλλιτεχνική γυμναστική· Художественный театр τό Θέατρο τέχνης· \художественныйое училище ἡ σχόλή καλῶν τεχνών.

    Русско-новогреческий словарь > художественный

См. также в других словарях:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • έργο — το 1.το σύνολο ενεργειών και προσπαθειών για να γίνει κάτι, αλλ. εργασία, δουλειά, ασχολία, επάγγελμα. 2. αποτέλεσμα ή προϊόν εργασίας: Αρχιτεκτονικό έργο. 3. το θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Απόψε παίζεται ωραίο έργο στο θέατρο. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… …   Dictionary of Greek

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • Μανιοσού — Έργο της ιαπωνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Το έργο, το οποίο απαρτίζεται από είκοσι βιβλία, συγκεντρώνει 4.496 ωδές ποιητών του 7ου και του 8ου αι. μ.Χ. και αποτελεί την ευρύτερη και αρχαιότερη συλλογή ποιημάτων στην ιαπωνική γλώσσα. Ο άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • Аврамидис, Иоаннис — Έργο του Αβραμίδη στην πλατεία Δημαρχείου του Χάιλμπρον Иоаннис Аврамидис ( …   Википедия

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… …   Dictionary of Greek

  • ανάχωμα, προστατευτικό — Έργο κατά μήκος των δύο όχθων ενός ποταμού, που έχει προορισμό τη ρύθμιση της απορροής του και την αποφυγή ζημιών στην παραποτάμια περιοχή και στις γειτονικές ζώνες. Τα π.α. είναι χωμάτινα και κατασκευάζονται από υλικά που λαμβάνονται από τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»